- πάρλα
- ηακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία, λογοδιάρροια, περιττά και απερίσκεπτα λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parla < λατ. parabola < παραβολή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρλαπίπα — η 1. φλυαρία, πολυλογία, πάρλα 2. ανόητα, ανούσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γερμ. paperlapapp «φλυαρία» κατ επίδραση τού πάρλα] … Dictionary of Greek
παρλάρω — 1. μιλώ 2. φλυαρώ ακατάσχετα ή απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parlare «μιλώ» < parla (βλ. λ. πάρλα)] … Dictionary of Greek
παρλιακός — ή, ό βλαμμένος σωματικά και διανοητικά, ανόητος, ηλίθιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παρλιακό (κυρίως με σκωπτ. σημ.) ανόητο πλάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρλα + κατάλ. ιακός (πρβλ. ζοχαδ ιακός)] … Dictionary of Greek
παρόλα — η 1. λόγος απερίσκεπτος, χωρίς αξία, κενή φλυαρία 2. καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parola «λέξη, λόγος» (βλ. λ. πάρλα)] … Dictionary of Greek